Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
View word page
συμπλαστεύω
fashion, mould

ShortDef

fashion, mould

Debugging

Headword:
συμπλαστεύω
Headword (normalized):
συμπλαστεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπλαστευω
IDX:
83422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83423
Key:

Data

{'content': 'fashion, mould'}