Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
View word page
συμπλάσσω
to mould

ShortDef

to mould

Debugging

Headword:
συμπλάσσω
Headword (normalized):
συμπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπλασσω
IDX:
83421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83422
Key:

Data

{'content': 'to mould'}