Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
View word page
σύμπλασις
confictio

ShortDef

confictio

Debugging

Headword:
σύμπλασις
Headword (normalized):
σύμπλασις
Headword (normalized/stripped):
συμπλασις
IDX:
83420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83421
Key:

Data

{'content': 'confictio'}