Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
View word page
σύμπλανος
wandering about together

ShortDef

wandering about together

Debugging

Headword:
σύμπλανος
Headword (normalized):
σύμπλανος
Headword (normalized/stripped):
συμπλανος
IDX:
83419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83420
Key:

Data

{'content': 'wandering about together'}