Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
View word page
ἀντεμβολή
pipe made of pieces fitted into each other
ShortDef
pipe made of pieces fitted into each other
Debugging
Headword:
ἀντεμβολή
Headword (normalized):
ἀντεμβολή
Headword (normalized/stripped):
αντεμβολη
IDX:
8341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8342
Key:
Data
{'content': 'pipe made of pieces fitted into each other'}