Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
View word page
συμπλανάομαι
to wander about with

ShortDef

to wander about with

Debugging

Headword:
συμπλανάομαι
Headword (normalized):
συμπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπλαναομαι
IDX:
83418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83419
Key:

Data

{'content': 'to wander about with'}