Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
View word page
συμπίτνω
fall

ShortDef

fall

Debugging

Headword:
συμπίτνω
Headword (normalized):
συμπίτνω
Headword (normalized/stripped):
συμπιτνω
IDX:
83417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83418
Key:

Data

{'content': 'fall'}