Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
View word page
συμπιστόομαι
confirm
ShortDef
confirm
Debugging
Headword:
συμπιστόομαι
Headword (normalized):
συμπιστόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπιστοομαι
IDX:
83416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83417
Key:
Data
{'content': 'confirm'}