Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
View word page
συμπίπτω
to fall together, meet in battle, come to blows

ShortDef

to fall together, meet in battle, come to blows

Debugging

Headword:
συμπίπτω
Headword (normalized):
συμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπιπτω
IDX:
83414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83415
Key:

Data

{'content': 'to fall together, meet in battle, come to blows'}