Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
View word page
συμπιλητικός
apt to compress

ShortDef

apt to compress

Debugging

Headword:
συμπιλητικός
Headword (normalized):
συμπιλητικός
Headword (normalized/stripped):
συμπιλητικος
IDX:
83409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83410
Key:

Data

{'content': 'apt to compress'}