Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπέτομαι
συμπεφορημένος
σύμπεψις
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
συμπιπράσκω
συμπίπρημι
συμπίπτω
συμπιστεύω
View word page
συμπίεσις
compression
ShortDef
compression
Debugging
Headword:
συμπίεσις
Headword (normalized):
συμπίεσις
Headword (normalized/stripped):
συμπιεσις
IDX:
83405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83406
Key:
Data
{'content': 'compression'}