Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπεριφράσσω
συμπερονάω
συμπέσσω
συμπετάννυμι
συμπέτομαι
συμπεφορημένος
σύμπεψις
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
συμπιπίσκω
View word page
σύμπηκτος
put together, constructed, framed
ShortDef
put together, constructed, framed
Debugging
Headword:
σύμπηκτος
Headword (normalized):
σύμπηκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπηκτος
IDX:
83401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83402
Key:
Data
{'content': 'put together, constructed, framed'}