Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριφορητός
συμπεριφράσσω
συμπερονάω
συμπέσσω
συμπετάννυμι
συμπέτομαι
συμπεφορημένος
σύμπεψις
σύμπηγμα
συμπήγνυμι
συμπήδημα
σύμπηκτος
συμπηλόω
σύμπηξις
συμπιέζω
συμπίεσις
συμπίεσμα
συμπιλέω
συμπίλησις
συμπιλητικός
συμπίνω
View word page
συμπήδημα
a leap taken with

ShortDef

a leap taken with

Debugging

Headword:
συμπήδημα
Headword (normalized):
συμπήδημα
Headword (normalized/stripped):
συμπηδημα
IDX:
83400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83401
Key:

Data

{'content': 'a leap taken with'}