Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριτρέπω
συμπεριτρέχω
συμπεριτρίβομαι
συμπεριτυγχάνω
συμπεριφαντάζομαι
συμπεριφερής
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπεριφορά
συμπεριφορητός
συμπεριφράσσω
συμπερονάω
View word page
συμπεριτρέχω
to run round together

ShortDef

to run round together

Debugging

Headword:
συμπεριτρέχω
Headword (normalized):
συμπεριτρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριτρεχω
IDX:
83382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83383
Key:

Data

{'content': 'to run round together'}