Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
συμπεριτίθημι
συμπεριτρέπω
συμπεριτρέχω
συμπεριτρίβομαι
συμπεριτυγχάνω
συμπεριφαντάζομαι
συμπεριφερής
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπεριφορά
View word page
συμπεριτειχίζω
help in walling round

ShortDef

help in walling round

Debugging

Headword:
συμπεριτειχίζω
Headword (normalized):
συμπεριτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριτειχιζω
IDX:
83379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83380
Key:

Data

{'content': 'help in walling round'}