Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριπολέω
συμπερίπολος
συμπερισπάω
συμπερισπωμένως
συμπεριστέλλω
συμπεριστρέφομαι
συμπεριτειχίζω
View word page
συμπεριπλέκω
embrace

ShortDef

embrace

Debugging

Headword:
συμπεριπλέκω
Headword (normalized):
συμπεριπλέκω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριπλεκω
IDX:
83369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83370
Key:

Data

{'content': 'embrace'}