Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
συμπεριοδεύω
συμπεριπατέω
συμπεριπέτομαι
συμπεριπίπτω
συμπεριπλανάομαι
συμπεριπλέκω
συμπεριπλέω
View word page
συμπεριλαμβάνω
to comprehend

ShortDef

to comprehend

Debugging

Headword:
συμπεριλαμβάνω
Headword (normalized):
συμπεριλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριλαμβανω
IDX:
83360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83361
Key:

Data

{'content': 'to comprehend'}