Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλύω
συμπερινοέω
συμπερινοστέω
View word page
συμπεριζώννυμαι
gird round oneself, gird oneself with
ShortDef
gird round oneself, gird oneself with
Debugging
Headword:
συμπεριζώννυμαι
Headword (normalized):
συμπεριζώννυμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριζωννυμαι
IDX:
83353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83354
Key:
Data
{'content': 'gird round oneself, gird oneself with'}