Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
συμπεριλαμβάνω
View word page
συμπεριενεκτέον
one must accommodate oneself to

ShortDef

one must accommodate oneself to

Debugging

Headword:
συμπεριενεκτέον
Headword (normalized):
συμπεριενεκτέον
Headword (normalized/stripped):
συμπεριενεκτεον
IDX:
83350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83351
Key:

Data

{'content': 'one must accommodate oneself to'}