Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
συμπερικομίζω
View word page
συμπεριέλκω
drag about together

ShortDef

drag about together

Debugging

Headword:
συμπεριέλκω
Headword (normalized):
συμπεριέλκω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριελκω
IDX:
83349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83350
Key:

Data

{'content': 'drag about together'}