Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
συμπεριίσταμαι
συμπερικινέω
συμπερικλείω
View word page
συμπερίειμι
to go round with

ShortDef

to go round with

Debugging

Headword:
συμπερίειμι
Headword (normalized):
συμπερίειμι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριειμι
IDX:
83348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83349
Key:

Data

{'content': 'to go round with'}