Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
συμπεριίπταμαι
View word page
συμπεριγράφω
circumscribe
ShortDef
circumscribe
Debugging
Headword:
συμπεριγράφω
Headword (normalized):
συμπεριγράφω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριγραφω
IDX:
83345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83346
Key:
Data
{'content': 'circumscribe'}