Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
συμπεριενεκτέον
συμπεριέρχομαι
συμπεριέχω
συμπεριζώννυμαι
συμπεριθέω
View word page
συμπεριβομβέω
buzz about together

ShortDef

buzz about together

Debugging

Headword:
συμπεριβομβέω
Headword (normalized):
συμπεριβομβέω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριβομβεω
IDX:
83344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83345
Key:

Data

{'content': 'buzz about together'}