Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
συμπεριγράφω
συμπεριδινέομαι
συμπεριειλέω
συμπερίειμι
συμπεριέλκω
View word page
συμπεριάγω
to carry about with

ShortDef

to carry about with

Debugging

Headword:
συμπεριάγω
Headword (normalized):
συμπεριάγω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριαγω
IDX:
83339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83340
Key:

Data

{'content': 'to carry about with'}