Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
View word page
ἀντελλογέω
deduct
ShortDef
deduct
Debugging
Headword:
ἀντελλογέω
Headword (normalized):
ἀντελλογέω
Headword (normalized/stripped):
αντελλογεω
IDX:
8333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8334
Key:
Data
{'content': 'deduct'}