Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
συμπεριάγνυμαι
συμπεριάγω
συμπεριαγωγή
συμπεριαγωγός
συμπεριαιρετέον
συμπεριβάλλω
συμπεριβομβέω
View word page
συμπερατόω
to accomplish jointly

ShortDef

to accomplish jointly

Debugging

Headword:
συμπερατόω
Headword (normalized):
συμπερατόω
Headword (normalized/stripped):
συμπερατοω
IDX:
83334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83335
Key:

Data

{'content': 'to accomplish jointly'}