Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερατόω
συμπεράω
συμπέρθω
συμπεριαγής
View word page
συμπεραίνω
to accomplish jointly

ShortDef

to accomplish jointly

Debugging

Headword:
συμπεραίνω
Headword (normalized):
συμπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπεραινω
IDX:
83327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83328
Key:

Data

{'content': 'to accomplish jointly'}