Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερατόω
συμπεράω
View word page
συμπεπλεγμένως
complicatedly

ShortDef

complicatedly

Debugging

Headword:
συμπεπλεγμένως
Headword (normalized):
συμπεπλεγμένως
Headword (normalized/stripped):
συμπεπλεγμενως
IDX:
83325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83326
Key:

Data

{'content': 'complicatedly'}