Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπερατόω
View word page
συμπεπαίνομαι
come to a head

ShortDef

come to a head

Debugging

Headword:
συμπεπαίνομαι
Headword (normalized):
συμπεπαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεπαινομαι
IDX:
83324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83325
Key:

Data

{'content': 'come to a head'}