Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
συμπεραντικός
View word page
συμπενθέω
to join in mourning for a thing

ShortDef

to join in mourning for a thing

Debugging

Headword:
συμπενθέω
Headword (normalized):
συμπενθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπενθεω
IDX:
83321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83322
Key:

Data

{'content': 'to join in mourning for a thing'}