Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
συμπεραντέον
View word page
συμπέμπω
to send with
ShortDef
to send with
Debugging
Headword:
συμπέμπω
Headword (normalized):
συμπέμπω
Headword (normalized/stripped):
συμπεμπω
IDX:
83320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83321
Key:
Data
{'content': 'to send with'}