Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
συμπεραίωσις
View word page
συμπείρω
to pierce through together
ShortDef
to pierce through together
Debugging
Headword:
συμπείρω
Headword (normalized):
συμπείρω
Headword (normalized/stripped):
συμπειρω
IDX:
83319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83320
Key:
Data
{'content': 'to pierce through together'}