Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεκτάσσω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
View word page
ἀντελαττόομαι
to be worsted in turn

ShortDef

to be worsted in turn

Debugging

Headword:
ἀντελαττόομαι
Headword (normalized):
ἀντελαττόομαι
Headword (normalized/stripped):
αντελαττοομαι
IDX:
8331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8332
Key:

Data

{'content': 'to be worsted in turn'}