Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
συμπεπτικός
συμπεραίνω
συμπεραιόω
View word page
σύμπειρος
acquainted with
ShortDef
acquainted with
Debugging
Headword:
σύμπειρος
Headword (normalized):
σύμπειρος
Headword (normalized/stripped):
συμπειρος
IDX:
83318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83319
Key:
Data
{'content': 'acquainted with'}