Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
συμπεπλεγμένως
View word page
συμπέδιος
adjacent to a plain

ShortDef

adjacent to a plain

Debugging

Headword:
συμπέδιος
Headword (normalized):
συμπέδιος
Headword (normalized/stripped):
συμπεδιος
IDX:
83315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83316
Key:

Data

{'content': 'adjacent to a plain'}