Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
σύμπεντε
συμπεπαίνομαι
View word page
συμπεδάω
to bind together

ShortDef

to bind together

Debugging

Headword:
συμπεδάω
Headword (normalized):
συμπεδάω
Headword (normalized/stripped):
συμπεδαω
IDX:
83314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83315
Key:

Data

{'content': 'to bind together'}