Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
View word page
συμπαύομαι
cease together with

ShortDef

cease together with

Debugging

Headword:
συμπαύομαι
Headword (normalized):
συμπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαυομαι
IDX:
83312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83313
Key:

Data

{'content': 'cease together with'}