Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
View word page
συμπατρονόμος
fellow
ShortDef
fellow
Debugging
Headword:
συμπατρονόμος
Headword (normalized):
συμπατρονόμος
Headword (normalized/stripped):
συμπατρονομος
IDX:
83311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83312
Key:
Data
{'content': 'fellow'}