Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
View word page
συμπατριώτης
fellow-countryman

ShortDef

fellow-countryman

Debugging

Headword:
συμπατριώτης
Headword (normalized):
συμπατριώτης
Headword (normalized/stripped):
συμπατριωτης
IDX:
83310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83311
Key:

Data

{'content': 'fellow-countryman'}