Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεκρέω
ἀντεκτάσσω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
View word page
ἀντεκφύομαι
grow out, issue opposite

ShortDef

grow out, issue opposite

Debugging

Headword:
ἀντεκφύομαι
Headword (normalized):
ἀντεκφύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεκφυομαι
IDX:
8330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8331
Key:

Data

{'content': 'grow out, issue opposite'}