Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
συμπείθω
σύμπειρος
View word page
συμπατάσσω
to strike with

ShortDef

to strike with

Debugging

Headword:
συμπατάσσω
Headword (normalized):
συμπατάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπατασσω
IDX:
83308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83309
Key:

Data

{'content': 'to strike with'}