Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
συμπειθήνιος
View word page
συμπάσχω
to suffer together, be affected by the same thing

ShortDef

to suffer together, be affected by the same thing

Debugging

Headword:
συμπάσχω
Headword (normalized):
συμπάσχω
Headword (normalized/stripped):
συμπασχω
IDX:
83306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83307
Key:

Data

{'content': 'to suffer together, be affected by the same thing'}