Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
συμπέδιος
View word page
συμπάσσω
besprinkle, bespatter, bestrew

ShortDef

besprinkle, bespatter, bestrew

Debugging

Headword:
συμπάσσω
Headword (normalized):
συμπάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπασσω
IDX:
83305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83306
Key:

Data

{'content': 'besprinkle, bespatter, bestrew'}