Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
συμπεδάω
View word page
σύμπασμα
powder for sprinkling

ShortDef

powder for sprinkling

Debugging

Headword:
σύμπασμα
Headword (normalized):
σύμπασμα
Headword (normalized/stripped):
συμπασμα
IDX:
83304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83305
Key:

Data

{'content': 'powder for sprinkling'}