Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
συμπατρονόμος
συμπαύομαι
συμπαχύνω
View word page
σύμπας
all together, all at once, all in a body

ShortDef

all together, all at once, all in a body

Debugging

Headword:
σύμπας
Headword (normalized):
σύμπας
Headword (normalized/stripped):
συμπας
IDX:
83303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83304
Key:

Data

{'content': 'all together, all at once, all in a body'}