Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
συμπατριώτης
View word page
συμπαροξύνω
to provoke with

ShortDef

to provoke with

Debugging

Headword:
συμπαροξύνω
Headword (normalized):
συμπαροξύνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροξυνω
IDX:
83300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83301
Key:

Data

{'content': 'to provoke with'}