Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
συμπατάσσω
συμπατέω
View word page
συμπαρομαρτέω
accompany

ShortDef

accompany

Debugging

Headword:
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized):
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρομαρτεω
IDX:
83299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83300
Key:

Data

{'content': 'accompany'}