Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
συμπάσχω
συμπαταγέω
View word page
συμπαροίχομαι
to have passed by together
ShortDef
to have passed by together
Debugging
Headword:
συμπαροίχομαι
Headword (normalized):
συμπαροίχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαροιχομαι
IDX:
83297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83298
Key:
Data
{'content': 'to have passed by together'}