Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
συμπάσσω
View word page
συμπαροδεύω
accompany
ShortDef
accompany
Debugging
Headword:
συμπαροδεύω
Headword (normalized):
συμπαροδεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροδευω
IDX:
83295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83296
Key:
Data
{'content': 'accompany'}