Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
σύμπασμα
View word page
συμπαρίστημι
to place beside one also

ShortDef

to place beside one also

Debugging

Headword:
συμπαρίστημι
Headword (normalized):
συμπαρίστημι
Headword (normalized/stripped):
συμπαριστημι
IDX:
83294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83295
Key:

Data

{'content': 'to place beside one also'}